Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

βοήθειά μας (σου)

  • 1 βοήθεια

    βοήθεια η
    помощь;
    ΦΡ.
    βοήθειά μας (σου)да поможет нам (тебе) Господь – пожелание, которое говорится после церковной службы, в особенности после причастия Святых Христовых Тайн

    Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > βοήθεια

  • 2 έρχομαι

    (αόρ. ήλθα, ήρθα и ήρτα — μέλλ. θα έλθω, έρθω, ερτω—προστ. έλα, ελατέ, ελθέ, έλθετε) αμετ.
    1) идти (откудаέρχл.); приходить; прибывать, приезжать; έλα εδώ иди сюда; θάρθει με το βραδυνό τραίνο он приедет вечерним поездом;

    έρχομαι πρώτος (δεύτερος, τρίτος) — а) приходить, прибывать первым (вторым, третьим); — б) занимать первое (второе, третье) место;

    δεν ήρθε γιά καλό ничего хорошего не жди от его приезда;
    2) возвращаться; 3) приходить (в какое-л. состояние);

    έρχομαι στα συγκαλά μου ( — или στον εαυτό μου) — приходить в себя, успокаиваться;

    4) приходить, появляться (об обычае, слове, выражении);
    5) подходить, приближаться, наступать;

    τον είδα να έρχεται προς το μέρος μου — я видел, как он направился ко мне;

    μας ήρθε ο χειμώνας наступила зима;

    έρχεται μπόρα — приближается гроза;

    έρχεται βροχή — собирается дождь;

    6) появляться;

    έρχομαι στον κόσμο — появляться на свет;

    έρχομαι εις φως — обнаруживаться;

    έρχομαι εις γνώσιν — становиться известным;

    7) охватывать, внезапно овладевать;
    του ήρθε ζάλη у него закружилась голова; του ήρθε πυρετός у него поднялась температура; του ήρθε ΰπνος им овладел сон, он заснул; του ήρθε ο οίστρος к нему пришло вдохновение; μου ήρθε κόλπος я был ошеломлён; 8) απρόσ. мне хочется; μούρχονται γελοία или μοδρχεται να γελάσω меня разбирает смех; μούρχεται να κλάψω мне хочется плакать; δε μούρχεται να τον πικράνω мне не хочется его огорчать; μοδρχεται όρεξη να κάνω κάτι мне хочется сделать что-л.; 9) попадать (в какое-л. положение);

    έρχομαι εις αμηχανίαν — попадать в затруднительное положение;

    10) перен. доходить до...; докатываться до... (разг);

    έρχομαι εις ρήξιν — доходить др разрыва, порывать;

    έρχόμαστε σε λόγια (στα χέρια) — доходить до ссоры (до драки);

    11) переворачиваться (падая);
    ήρθε κορώνα монета упала «орлом»; 12) перен. оборачиваться, поворачиваться (о делах, событиях);

    πού ξέρεις πώς έρχονται καμμιά φορά τα πράματα! — кто знает, как могут обернуться дела!;

    13) идти, быть к лицу; подходить, годиться;

    καλά της έρχεται το φόρεμα — это платье ей к лицу;

    14) соглашаться;
    ήρθε στα λόγια μου он согласился со мной;

    δεν έρχεται σε λογαριασμό — с ним не договоришься, с ним трудно договориться;

    15) приходить (к чему-л.);

    έρχ να πιστέψω — приходить к убеждению;

    16) хотеть, собираться;

    διά της παρούσης μου έρχομαι να σας αναγγείλω ότι... — настоящим я хочу уведомить вас, что...;

    πρώτον έρχομαι να ερωτήσω γιά την καλή σας υγεία — сначала я хочу осведомиться о вашем здоровье (формула в начале письма);

    § έρχομαι κατόπιν ( — или μετά, υστέρα)... — следовать за...;

    έρχομαι πρίν ( — или προηγούμενα, πρώτα) — предшествовать;

    έρχώς ( — или ίσαμε) — доходить до..., достигать (какого-л. предела, уровня);

    μου έρχεται ως τούς ώμους — он мне по плечо;

    τό φουστάνι της έρχεται ως τα γόνατα — юбка доходит ей до колен;

    έρχομαι στα πράματα — приходить к власти;

    έρχομαι σε βοήθεια — приходить на помощь;

    έρχομαι στο κέφι — слегка пьянеть;

    καλώς ήλθες (или ήλθατε)! добро пожаловать!;
    ήρθε καπάκι это как раз то, что надо; ήρθε η ώρα να... пришло время, настал момент, пробил час; λέει ό,τι τούρθει он говорит всё, что придёт ему в голову; όλα ανάποδα μας ήρθαν(ε) всё у нас пошло шиворот-навыворот; τί μοΰρθε να το κάνω αυτό; зачем я это сделал?; τί σούρθε να πας; зачем ты поехал?; μοΰρθε στο νού я вспомнил, мне пришло на ум; μούρχεται άλλο πράμα мне трудно сказать, что со мной; τί σού ήλθε; что на тебя нашло?;

    πάει κ' έρχεται — быть сносным, терпимым, подход'ящим (о человеке, предмете);

    πάει (или συ ρε) κ' έλα туда и обратно;
    εισιτήριο 'πάει κ' έλα билет туда и обратно; τό (τα) πήγαιν' έλα или τό (τα) σύρε κ' έλα хождение взад и вперёд; έλα δα, μην τα παραφουσκώνεις нет, не надо преувеличивать; έλα, μην κλαις πιά ну хватит, перестань плакать;

    έρχομαι κατ' επάνω — а) направляться, двигаться на кого-л.; — б) нападать, атаковать кого-л.;

    Γιάννης πήγε, Γιάννης ήρθε погов, а) каким он был, таким и остался; б) с чем пошёл, с тем и вернулся; вернулся ни с чем

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > έρχομαι

См. также в других словарях:

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • να — (I) (Μ νά και νάν και νέ) (σύνδ.) 1. (τελικ.) για να, με σκοπό να (α. «τόν έστειλα να πάρει κρασί» β. «θα πάω να τόν βρω») 2. (υποθ.) εάν, αν (α. «να τό ήξερα, θα στό λεγα» β. «στερνή μου γνώση να σ είχα πρώτα», παροιμ. φρ.) 3. (εναντ.) και αν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»